- μεταλλαγή
- η (ΑM μεταλλαγή, Α δωρ. τ. μεταλλαγά) [μεταλλάσσω]αλλαγή, μεταβολή, μεταστροφή, μετατροπή («κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῑς εἰς ἄλληλα», Πλάτ.)νεοελλ.1. βιολ. μετάλλαξη2. φρ. «μεταλλαγή συχνότητας»(ραδιοηλ.) σύνολο διεργασιών που συμβαίνουν μέσα στα κυκλώματα τής βαθμίδας μίξης ενός ραδιοφωνικού δέκτη, κατά τις οποίες η συχνότητα που λαμβάνεται από την κεραία αναμιγνύεται με τη συχνότητα τού τοπικού ταλαντωτήμσν.-αρχ.ανταλλαγή, εναλλαγή (α. «εἰ ἡ τῶν ἐπιστημῶν μεταλλαγή ψευδὴς γενήσεταί ποτε δόξα», Πλάτ.β. «ἡ μεταλλαγὴ τῶν σκελέων» — η εναλλαγή τών σκελών κατά το βάδισμα, Ιπποκρ.)αρχ.φρ. α) «ἐν μεταλλαγᾷ πολυμηχάνου ἀνδρός» — εις την κυριότητα πολυμηχάνου άνδρα, Σοφ.β) «μεταλλαγὴ τῆς ἡμέρας» — η έκλειψη, Ηρόδ.)γ) «μεταλλαγὴ τοῡ βίου» ή, απλώς, «μεταλλαγή» — ο θάνατοςδ) «Βασιλέων μεταλλαγαί» — τίτλος έργου τού Αναξιμένουςε) «μεταλλαγή πολέμου» — μεταβολή που επέρχεται εξαιτίας τού πολέμου.
Dictionary of Greek. 2013.